δελτοποιός

δελτοποιός
δελτοποιός, ο (Α)
όποιος κατασκευάζει δέλτους ή πίνακες για γράψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + -ποιος < ποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”